- δουροτόμος
- δουρο-τόμος, poet. for δρυτόμος, Opp.H.5.198;A
πελέκεις AP7.445
(Pers.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελέκεις AP7.445
(Pers.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουροτόμοι — δουροτόμος masc/fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek